- ασύγχυτος
- η , ο [ος , ον ]1) чёткий, ясный (о понятиях, теориях); 2) см. ασύγχυστος
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ἀσύγχυτος — not confused masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ασύγχυτος — η, ο (AM ἀσύγχυτος, ον) [συγχέω] αυτός για τον οποίο δεν μπορεί να γίνει σύγχυση, σαφής, ξεκάθαρος νεοελλ. ο ασύγχιστος αρχ. ο αμιγής … Dictionary of Greek
ἀσυγχύτως — ἀσύγχυτος not confused adverbial ἀσύγχυτος not confused masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσύγχυτον — ἀσύγχυτος not confused masc/fem acc sg ἀσύγχυτος not confused neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσυγχύτοις — ἀσύγχυτος not confused masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσυγχύτου — ἀσύγχυτος not confused masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσυγχύτους — ἀσύγχυτος not confused masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσυγχύτων — ἀσύγχυτος not confused masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσυγχύτῳ — ἀσύγχυτος not confused masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσύγχυτα — ἀσύγχυτος not confused neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσύγχυτοι — ἀσύγχυτος not confused masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)